ξυλένιο

ξυλένιο
το χημ.
το ξυλόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xylene (< ξύλο + κατάλ. τής χημικής ορολογίας -ένιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλόλιο — το χημ. συνοπτική ονομασία τριών μονοκυκλικών οργανικών ενώσεων, αρωματικών υδρογονανθράκων, ισομερών μεταξύ τους διμεθυλοβενζολίων, το οποίο κυκλοφορεί στο εμπόριο ως μίγμα τριών ισομερών του, ένα άχρωμο λεπτόρρευστο εύφλεκτο και τοξικό υγρό με… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • ξυλένιος, -ια, -ιο — 1. ξύλινος. 2. μτφ., άνθρωπος ψηλός, λιγνός και άχαρος στις κινήσεις του: Α, τον ξυλένιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”